ἀποπλέει

ἀποπλέει
ἀποπλέω
sail away
pres ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic)
ἀποπλέω
sail away
pres ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)
ἀποπλέω
sail away
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
ἀποπλέω
sail away
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανάπλους — (ασυναίρ. οος), ο (Α ἀνάπλους) [ἀναπλέω] 1. πλους προς τα επάνω ή αντίθετα προς το ρεύμα ποταμού, θάλασσας κ.λπ. ή τη διεύθυνση τών ανέμων 2. αναχώρηση από το λιμάνι για την ανοιχτή θάλασσα αρχ. 1. πλους προς τα πίσω, επιστροφή, επάνοδος 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • αναγωγή — Η ανύψωση (από το ρήμα ανάγω = ανυψώνω)· η μετατροπή ποσότητας ή έννοιας σε άλλη, ισοδύναμη ή ταυτόσημη· η αναφορά σε κάτι προηγούμενο. Ο Πλάτων στην Πολιτεία χρησιμοποιεί μεταφορικά τον όρο, για να προσδιορίσει την επίδραση της αγωγής, η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • ετερόπλους — ἑτερόπλους, ουν και ἑτερόπλοος, ον (Α) 1. τα χρήματα που δανείζεται κάποιος μόνο για ένα ταξίδι όταν αποπλέει από ένα λιμάνι για να μεταβεί σε άλλο και τα οποία επιστρέφει στον τόπο τού κατάπλου («ἑτερόπλουν τἀργύριον εἰς Ἀθήνας», Δημοσθ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • παρακάθετο — το ναυτ. η θέση τής αλυσίδας τής άγκυρας πλοίου που αποπλέει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”